Το Έργο

Αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων σιδηροδρομικών γραμμών μέσω της μετατροπής τους σε διάδρομο για περπάτημα και ποδήλατο.
Η περίπτωση της γραμμής Αγ. Ανάργυροι - Λαύριο.

Το ερευνητικο προγραμμα εστιάζει στην αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων σιδηροδρομικών γραμμών με την μετατροπή τους σε διαδρόμους για περπάτημα και ποδήλατο. Το θέμα έχει δυο σκέλη. Το πρώτο αφορά καθ' αυτά τα διάφορα τμήματα των πρώην σιδηροδρομικών διαδρόμων και τις λύσεις που αρμόζει να δίνονται κάθε φορά ανάλογα με τη γεωμετρία τους, τη θέση τους σε αστικό ή υπεραστικό περιβάλλον, τις κινήσεις που εξυπηρετούν κ.λπ. Το δεύτερο αφορά τη σχέση των πρώην σιδηροδρομικών διαδρόμων με το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο εντάσσονται.

Εξυπηρετώντας περπάτημα και ποδήλατο, δηλαδή δυο από τις πιο βασικές συνιστώσες της βιώσιμης κινητικότητας θα μπορέσουν να αποτελέσουν τον κορμό μιας γενικότερης αναπτυξιακής στρατηγικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής εμβέλειάς τους; Αυτή προφανώς εξαρτάται από τη σύνδεση του πρώην σιδηροδρομικού διαδρόμου με τα δίκτυα της περιοχής, συγκεκριμένα με τα δίκτυα δημόσιας συγκοινωνίας, αυτοκινήτου, ποδηλάτου και περπατήματος. Η γενικότερη αναπτυξιακή στρατηγική θα εξαρτάται επίσης από τον πλούτο της περιοχής εμβέλειας σε οικονομικές, πολιτιστικές και άλλες δραστηριότητες.

Η συγκεκριμενη έρευνα, θα εξετάσει το σύνολο των εγκαταλελειμμένων σιδηροδρομικών γραμμών της Αττικής αλλά θα εστιάσει στη γραμμή Αγ. Ανάργυροι – Λαύριο. Η γραμμή αυτή περιλαμβάνει αστικό (εντός του λεκανοπεδίου) και υπεραστικό τμήμα. Συνδέεται με δίκτυα μέσων σταθερής τροχιάς, ποδηλατοδρόμων, περνάει από κέντρα Δήμων, κοντά από σημαντικούς πόλους ενδιαφέροντος και βέβαια συνδέει την Αθήνα με τα Μεσόγεια μια εξαιρετικά γρήγορα αναπτυσσόμενη περιοχή για το περιβάλλον της οποίας διακυβεύονται πολλά. Εκτιμάται λοιπόν ότι από την εξέταση της γραμμής Αγ. Ανάργυροι – Λαύριο θα προκύψουν χρήσιμα συμπεράσματα που θα επιτρέψουν να συνταχθούν κατευθύνσεις και οδηγίες για αξιοποίηση και των άλλων εγκαταλελειμμένων γραμμών της Αττικής και της υπόλοιπης χώρας. Οι κατευθύνσεις αυτές θα εντάσσουν τους πρώην σιδηροδρομικούς διαδρόμους σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική για το περιβάλλον, την οικονομική ανάπτυξη και την ευαισθητοποίηση των κατοίκων.

Συνάφεια του έργου με τον υπερκείμενο σχεδιασμό

Το ίδιο το έργο αποτελεί το σύνδεσμο με τον υπερκείμενο σχεδιασμό, μιας που τόσο το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΓΠΧΣΑΑ) (2008) όσο και το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό (ΕΠΧΣΑΑ Τουρισμού ή ΕΠ-Τουρισμού) (2013) προβλέπουν την ανακατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών για τουριστική χρήση. Το αναθεωρημένο ΕΠ-Τουρισμού (2013), μάλιστα, εξειδικεύει τη δράση σημειώνοντας πως κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει είτε με τη δημιουργία διαδρομών τρένου για τουριστικούς λόγους είτε με την αποκατάσταση των γραμμών, την επανάχρησή τους και την απόδοσή τους σε ποδηλάτες, πεζοπόρους, κ.λπ., όπως έχει γίνει στο εξωτερικό.
Με ένα τέτοιο έργο είναι δυνατό να επιτευχθούν, σε ένα βαθμό, τουλάχιστον, ορισμένες από τις κατευθύνσεις-στόχους του στρατηγικού σχεδιασμού. Χαρακτηριστικός είναι ο κύριος στόχος που τίθεται από το ΓΠΧΣΑΑ, ως βασικός στόχος εθνικού επιπέδου, ο οποίος είναι η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη στο σύνολο της επικράτειας.

Τη γενική αυτή στοχοθεσία σχετικά με τον τουρισμό εξειδικεύει το ΕΠ-Τουρισμού (2013) στο οποίο γίνεται λόγος για τη μετάβαση από το μαζικό τουριστικό πρότυπο που ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα σε ορισμένες περιοχές, ήδη αναπτυγμένες, σε ένα πολυθεματικό και εναλλακτικό πρότυπο μέσα από τη δημιουργία δικτύων στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον που θα επιτυγχάνουν το συγκερασμό μεταξύ φύσης, πολιτισμού και ιστορίας με τη σύγχρονη δραστηριότητα στο οικιστικό σύστημα των εκάστοτε περιοχών. Μάλιστα, το ίδιο Πλαίσιο σημειώνει πως τα δίκτυα αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν χώρους πεζοπορίας και πολιτιστικής δραστηριότητας, ενώ η εφαρμογή τους είναι εφικτή και προβλεπόμενη τόσο σε περιοχές ήδη αναπτυγμένες όσο και αναπτυσσόμενες αλλά και σε περιοχές με περιθώρια ανάπτυξης εναλλακτικού τουρισμού και τουρισμού της υπαίθρου.

Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα άλλα Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης.

Συνάφεια του έργου με τον αναπτυξιακό προγραμματισμό

Συνάφεια παρουσιάζεται και με τον αναπτυξιακό προγραμματισμό και, συγκεκριμένα, στους εξής άξονες προτεραιότητας:

  • Η μετατροπή του εγκαταλελειμμένου σιδηροδρόμου δε λειτουργεί ως τουριστική δραστηριότητα που αποκλείει την τοπική οικονομία. Η εξέταση αντίστοιχων περιπτώσεων στο εξωτερικό αποδεικνύει πως παρότι τα αποτελέσματα δεν ήταν ιδιαίτερα εμφανή στη βραχυπρόθεσμη περίοδο, η αποτελεσματικότητα των δράσεων στη μεσο-μακροπρόθεσμη περίοδο ήταν θεαματική με μικρές, κυρίως, επιχειρήσεις να επωφελούνται από τον αυξημένο αριθμό των επισκεπτών, γεγονός που αποτελεί στόχο τόσο των προς εφαρμογή αναπτυξιακών σχεδίων αλλά και ευρωπαϊκών προγραμμάτων, όπως τα MED και MESSE. Με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρήσεις τείνουν σε περιβάλλοντα εξωστρέφειας και μεταβαίνουν στην ποιοτική επιχειρηματικότητα, που αποτελεί και βασικό στόχο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Επιχειρηματικότητα, Ανταγωνιστικότητα και Καινοτομία» (ΕΠΑνΕΚ 2014-2020), που αποτελεί ένα από τα πέντε τομεακά προγράμματα του νέου ΕΣΠΑ. Στην περίπτωση της χώρας μας, μια τέτοια δράση αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο στην τοπική οικονομία καθώς θα συμβάλει, εν μέρει, στη μείωση της ανεργίας, και κατ' επέκταση, στην άμβλυνση των αποτελεσμάτων της κρίσης.
  • Το έργο που προτείνεται αποτελεί ένα καθαρά περιβαλλοντικό-αντιρρυπαντικό έργο. Η λογική του δε στηρίζεται στη, με ευθύ τρόπο, άμβλυνση της ρύπανσης αλλά στοχεύει στα εξής σημεία που αναμένεται να συμβάλλουν έμμεσα στη μείωση της ρύπανσης στην περιοχή: i. Προώθηση του ποδηλάτου και στάσης των πολιτών σχετικά με το μέσο αυτό, ii. Μείωση χρήσης του ποδηλάτου, τουλάχιστον για λόγους αναψυχής, iii. Ώθηση σε λοιπές επιχειρήσεις της περιοχής να εστιάσουν σε περιβαλλοντικές δράσεις.
    Το έργο σχετίζεται και με το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Υποδομές Μεταφορών, Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη» (2014-2020), μια και μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις υποδομές βιώσιμης κινητικότητας που προωθείται από το πρόγραμμα για οικιστικές περιοχές. Παρ' ό,τι η κλίμακα του έργου είναι δι-οικιστική, ωστόσο, ο μητροπολιτικός χαρακτήρας της Αττικής και οι εξαρτήσεις μεταξύ των οικισμών, δίδουν την αίσθηση της ανοικτής πόλης και για το λόγο αυτό, το έργο μπορεί να θεωρηθεί ως αναβάθμιση της μητροπολιτικής συγκοινωνίας με βιώσιμο τρόπο, κάτι που αποτελεί κύριο στόχο.
    Τόσο κατά την περίοδο λειτουργίας όσο και κατά τη φάση κατασκευής, λόγω της μικρής έκτασης των παρεμβάσεων, το έργο είναι περιβαλλοντικά φιλικό και έτσι συμβάλει στη μετάβαση της χώρας προς μια οικονομία φιλική στο περιβάλλον, κάτι που προωθείται και από τον ευρωπαϊκό προγραμματισμό, όπως μέσω του INTEREG EUROPE.
  • Η φύση του έργου σχετίζεται με τον τέταρτο άξονα προτεραιότητας που έχει να κάνει με την ανάπτυξη νέων και τον εκσυγχρονισμό παλαιών δικτύων υποδομής. Αν και ο άξονας αυτός αναφέρεται σε έργα μεγαλύτερης κλίμακας παρέμβασης και εμβέλειας επιδράσεων όπως η ολοκλήρωση των οδικών αξόνων που εντάσσονται στα διευρωπαϊκά δίκτυα και η αναβάθμιση των παλαιότερων εξ αυτών, ωστόσο, το έργο που μελετάται αποτελεί μια νέα και καινοτόμα, για την Ελλάδα, υποδομή. Πέραν όμως της ανάπτυξης νέας, αποτελεί ταυτόχρονα αξιοποίηση υφιστάμενης και έτσι υπάρχει κέρδος όσον αφορά την υποδομή αυτήν καθ' αυτήν αλλά και το χώρο που καταλαμβάνει, κάτι που στην Ελλάδα της κρίσης αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο.

Εικόνες

Υποστηρίξτε μας

Συνδεθείτε μαζί μας

FacebookTwitter